μογέεσκον

μογέεσκον
μογέω
toil
imperf ind act 3rd pl (epic ionic)
μογέω
toil
imperf ind act 1st sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τοσσάτιος — ατίη, ον, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσο μεγάλος ή τόσο σπουδαίος («φεῡ, ἀπὸ τοσσατίου κάλλεος εἰμὶ κόνις», Βαβρ.) 2. τόσο εκτεταμένος («τοσσάτιον μογέεσκον ἐπὶ χρόνον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοσσάτιοι τόσο πολλοί άνθρωποι 4. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”